Ἀγαθύρσου

Ἀγαθύρσου
Ἀγάθυρσος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Αγάθυρσοι — Αρχαίος σκυθικός λαός που ζούσε στην περιοχή των Καρπαθίων, κοντά στις πηγές του Βιστούλα. Ήταν απόγονοι του μυθικού Αγάθυρσου. Τα ήθη και έθιμα των Α. έμοιαζαν με τα ήθη των Θρακών. Κατά τον Ηρόδοτο ήταν ευγενικοί άνθρωποι και πολύ πλούσιοι.… …   Dictionary of Greek

  • Αγάθυρσος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ηρακλή και της Έχιδνας, αδελφός του Γελωνού και του Σκύθη, που έγινε γενάρχης των Σκυθών. Η Έχιδνα είχε δώσει στον Ηρακλή τους βόες του Γηρυόνη, στην περιοχή που ονομάστηκε αργότερα Σκυθία. Αμφορέας, του αποκαλούμενου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”